ορθόφρων

ορθόφρων
-ον (ΑΜ ὀρθόφρων, -ον)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που σκέπτεται λογικά, συνετός, σώφρων
μσν.
ορθόδοξος*
αρχ.
(κατά τον Φώτ.) «ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῑς φρεσίν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀρθόφρων — of excited mind masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοφρόνων — ὀρθόφρων of excited mind masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθόφρονα — ὀρθόφρων of excited mind masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθόφρονας — ὀρθόφρων of excited mind masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθόφρονος — ὀρθόφρων of excited mind masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθόφροσι — ὀρθόφρων of excited mind masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθόφροσιν — ὀρθόφρων of excited mind masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • ορθοφρονώ — (Μ ὀρθοφρονῶ, έω) [ορθόφρων] νεοελλ. σκέπτομαι σωστά, είμαι συνετός μσν. είμαι ορθόδοξος …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”