ὀρθόφρων — of excited mind masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοφρόνων — ὀρθόφρων of excited mind masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθόφρονα — ὀρθόφρων of excited mind masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθόφρονας — ὀρθόφρων of excited mind masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθόφρονος — ὀρθόφρων of excited mind masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθόφροσι — ὀρθόφρων of excited mind masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθόφροσιν — ὀρθόφρων of excited mind masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
ορθοφρονώ — (Μ ὀρθοφρονῶ, έω) [ορθόφρων] νεοελλ. σκέπτομαι σωστά, είμαι συνετός μσν. είμαι ορθόδοξος … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek